- ριπτάζω
- ῥιπτάζω ΝΑ1. ρίχνω εδώ κι εκεί, σκορπίζω ολόγυρα («ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς», Ομ. Ιλ.)2. (μέσ. και παθ.) ριπτάζομαικινούμαι εδώ κι εκεί, στριφογυρίζω, ιδίως στο κρεβάτι, από ανησυχία και αϋπνίααρχ.2. αμφιταλαντεύομαι (α. «ῥιπτάσαι περιδεῶς», επιγρ.β. «τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα», Πλούτ.)3. παθ. εξετάζομαι, με ερευνούν με πολλή προσοχή («πρᾱγμα πολλαῑσι... -ἀγρυπνίαις ἐρριπτασμένον», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρρηματικό παρ. σχηματισμένο από το θ. ῥιπτ- τού ρ. ῥίπτω με κατάλ. -άζω].
Dictionary of Greek. 2013.